ΔΙαβάστε το αφιέρωμα και δείτε το βίντεο από το National Geografic
Για την επιβίωσή της η Κωνσταντινούπολη πάλεψε θαρραλέα αλλά η μοίρα της είχε ήδη προδιαγραφεί 249 χρόνια πριν, όταν την είχαν κουρσέψει οι Σταυροφόροι και οι Ενετοί της χριστιανικής Δύσης (βλ. τεύχος 11, 4.5.03). Το βυζαντινό κράτος διασπάστηκε τότε σε τρία μέρη: στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ετσι, όταν το 1259 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου της Νικαίας, κατόρθωσε με τη βοήθεια των Γενουατών να διώξει τους Ενετούς από την Κωνσταντινούπολη και μετά από δύο χρόνια, το 1261, να στεφθεί ο ίδιος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ως Μιχαήλ H' ο Ελευθερωτής, η αυτοκρατορία ήταν πλέον διαμελισμένη και συρρικνωμένη και η Βασιλεύουσα λεηλατημένη και πάμπτωχη. Ο Μιχαήλ H', για να ανταμείψει τους Γενουάτες για τις υπηρεσίες τους, τους παραχώρησε τον Γαλατά. Οι ηγεμόνες της Ηπείρου και της Τραπεζούντας αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Μιχαήλ ως αυτοκράτορα.
Τα άλλοτε πλούσια βυζαντινά λιμάνια και αστικά κέντρα τα κατείχαν Φράγκοι, και στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι γίνονταν όλο και πιο απειλητικοί. Το εσωτερικό της αυτοκρατορίας σπαρασσόταν από εμφύλιες διαμάχες. H αδυναμία - και πολλές φορές η αμέλεια - των αυτοκρατόρων να προφυλάξουν τα ανατολικά σύνορα από την επέλαση των Οθωμανών στέρησε το Βυζάντιο από τους πλούσιους σιτοβολώνες της Μικράς Ασίας και από τη δυνατότητα στρατολόγησης ανδρών. Ετσι, ταλανισμένη από εμφυλίους πολέμους, από την πανώλη του 1347 που εξόντωσε πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού της, έχοντας χάσει όλες σχεδόν τις κτήσεις της (ακόμη και τη Θεσσαλονίκη), με μόνο το Δεσποτάτο του Μορέως να επιβιώνει και να ανθεί πνευματικά κα πολιτιστικά, και με τον κλοιό των Τούρκων να σφίγγει αδιάκοπα γύρω της, η Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 15ου αιώνα ήταν πλέον μια πόλη-κράτος και όχι πρωτεύουσα αυτοκρατορίας. H μοναδική ελπίδα της ήταν η Δύση.
Ενωτικοί και ανθενωτικοί
H Δύση ωστόσο, με επικεφαλής τον πάπα, για να προσφέρει βοήθεια απαιτούσε την ένωση των δύο Εκκλησιών, με τους δικούς της όρους φυσικά. Οι προσπάθειες για την ένωση της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είχαν ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μετά το Σχίσμα τού 1054. Πριν από την άλωση του 1204 είχαν γίνει γύρω στις τριάντα προσεγγίσεις και συμβούλια. Μετά το 1204 έγιναν τρεις ακόμη προσπάθειες προσέγγισης των δύο Εκκλησιών: H πρώτη επιβλήθηκε βίαια από τους φράγκους κατακτητές στους υπόδουλους Βυζαντινούς. H δεύτερη είχε τη μορφή περισσότερο πολιτικής παρά θρησκευτικής προσέγγισης Ανατολής - Δύσης με πρωτεργάτες τον αυτοκράτορα Μιχαήλ H' και τον πάπα Γρηγόριο I' (Σύνοδος της Λυών, 1274). Τέλος, η τρίτη ξεκίνησε στη Φεράρα το 1438 και ολοκληρώθηκε στη Φλωρεντία έναν χρόνο αργότερα με την υπογραφή της συμφωνίας της Ενωσης.
Ο απελπισμένος για βοήθεια αυτοκράτορας Ιωάννης H', μαζί με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ και μεγάλη αντιπροσωπεία κληρικών και διανοητών της Ορθοδοξίας, είχε φθάσει στη Φεράρα αποφασισμένος να κάνει οποιεσδήποτε παραχωρήσεις προκειμένου να του παρασχεθεί η πολυπόθητη στρατιωτική αρωγή ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή. Στο μεταξύ όμως ο Ιωσήφ πέθανε και έτσι το πρωτόκολλο της Ενωσης δεν έφερε την υπογραφή πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Τα υπόλοιπα μέλη της ορθόδοξης αντιπροσωπείας υπέγραψαν, εκτός από ένα, τον Μάρκο Ευγενικό, ο οποίος, ως επικεφαλής των ανθενωτικών, αντέκρουσε τα επιχειρήματα του επικεφαλής των ενωτικών Βησσαρίωνος, επισκόπου Νικαίας.
Ωστόσο, αν οι καιροί, σύμφωνα με την άποψη του αυτοκράτορα και των υψηλά ισταμένων κληρικών και πολιτικών, απαιτούσαν την ένωση των δύο Εκκλησιών, ο ορθόδοξος κλήρος στη συντριπτική πλειονότητά του και σύσσωμος ο λαός ήταν αντίθετοι με αυτήν. Οσοι τάχθηκαν υπέρ της Ενωσης αντιμετώπισαν τη λαϊκή οργή. Ο νέος πατριάρχης Γρηγόριος Μάμμας δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από το ποίμνιό του. Ο λαός θεωρούσε πνευματικό του ηγέτη τον Μάρκο Ευγενικό και μετά τον θάνατό του τον φιλόσοφο Γεώργιο Σχολάριο, ο οποίος, μολονότι στη Φλωρεντία είχε ταχθεί υπέρ της Ενωσης, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη άλλαξε γνώμη και μετανοημένος έγινε μοναχός με το όνομα Γεννάδιος και πύρινος υπερασπιστής της καθαρής πίστης.
alosi
Κληρονομιά ένα συλλείτουργο
Προτού κατορθώσει να διοργανώσει το συλλείτουργο ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών στον ναό της Αγίας Σοφίας, όπως προέβλεπε η Ενωση, ο Ιωάννης H' πέθανε άτεκνος στις 31 Οκτωβρίου του 1448. Αυτοκράτορας εξελέγη ο αδελφός του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Δεσπότης του Μορέως. H στέψη του Κωνσταντίνου IA' έγινε στον Μυστρά από τον τοπικό μητροπολίτη και όχι στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη. Ο λόγος ήταν ότι, αν η στέψη γινόταν από τον ενωτικό πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα - ο οποίος τελικά αυτοεξορίστηκε στη Ρώμη -, θα ήταν πρόκληση στο λαϊκό αίσθημα και θα μπορούσαν να ξεσπάσουν ταραχές.
Ο νέος αυτοκράτορας έφθασε στην πρωτεύουσά του στις 12 Μαρτίου 1449 και έγινε δεκτός με ειλικρινή αισθήματα αγάπης από τον λαό του. Ο Κωνσταντίνος χρειαζόταν αυτή την αγάπη γιατί ήλπιζε ότι θα τον βοηθούσε να πείσει κλήρο και λαό για την αναγκαιότητα της Ενωσης και ότι έτσι θα κατόρθωνε να φανεί συνεπής προς τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ο εκλιπών αδελφός του απέναντι στον πάπα της Ρώμης. H κληρονομιά του συλλείτουργου τον βάραινε. Γι' αυτό φρόντισε να πλαισιωθεί από ανθρώπους και των δύο τάσεων: Αρχιναύαρχο και Μέγα Δούκα όρισε τον Λουκά Νοταρά, ο οποίος ανήκε στους ανθενωτικούς και, μολονότι δεν ήταν ιδιαίτερα φανατικός, πίστευε, όπως λέγεται, ότι «κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν». Στρατοπεδάρχης έγινε ο Ιωάννης Καντακουζηνός, θερμός υποστηρικτής της Ενωσης. Ο Πρωτομάστωρ Δημήτριος Καντακουζηνός και ο Μέγας Λογοθέτης Μετοχίτης ήταν μάλλον ενάντιοι στην Ενωση αλλά θα συμφωνούσαν με ό,τι αποφάσιζε ο αυτοκράτορας. Το ίδιο και ο πιστός του φίλος και γραμματέας (και μετέπειτα ιστορικός της Αλωσης) Γεώργιος Φραντζής (ή Σφραντζής).
Σύντομη ειρήνη
Μόλις ανέλαβε τα καινούργια του καθήκοντα ο Κωνσταντίνος φρόντισε να στείλει πρεσβευτές στον σουλτάνο Μουράτ B' και να ζητήσει συνθήκη ειρήνης. Ο Μουράτ αναγνώρισε τον νέο αυτοκράτορα και συμφώνησε για την ειρήνη.
Δύο χρόνια αργότερα ο Μουράτ πέθανε, και στον θρόνο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανέβηκε ο 19χρονος γιος του Μωάμεθ B', ο οποίος έσπευσε να διαβεβαιώσει τους ηγεμόνες της Δύσης για τις ειρηνικές του προθέσεις. Ο νέος σουλτάνος μάλιστα ορκίστηκε στο Κοράνι ότι θα σεβόταν την ακεραιότητα της βυζαντινής επικράτειας και ανανέωσε την υποχρέωση του πατέρα του προς τον αυτοκράτορα να καταβάλλει κάθε χρόνο το ποσόν των 300.000 άσπρων από τις προσόδους των ελληνικών πόλεων της κοιλάδας του Στρυμόνα που ανήκαν νομικά στον πρίγκιπα Ορχάν, μακρινό εξάδελφο του Μωάμεθ και κατευθείαν απόγονο του ιδρυτή του οθωμανικού κράτους Οσμάν, άρα διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου, ο οποίος διατελούσε υπό τιμητική κράτηση στην Κωνσταντινούπολη.
H απειλή εναντίον της Κωνσταντινούπολης φάνηκε να απομακρύνεται. Ακόμη και ο πάπας θεώρησε εντελώς ακίνδυνο αυτό το παιδάριο. Οταν όμως ο Κωνσταντίνος έστειλε αντιπροσώπους του στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε της οθωμανικής επικράτειας, να ζητήσουν τα χρήματα του Ορχάν, λέγοντας μάλιστα ότι θα έπρεπε να γίνει και κάποια αύξηση στο ποσόν, ο Μωάμεθ θύμωσε και αντί άλλης απαντήσεως έδιωξε τους έλληνες κατοίκους από τις πόλεις της κοιλάδας του Στρυμόνα. H απαίτηση του αυτοκράτορα έδωσε στον Μωάμεθ την αφορμή που ζητούσε για να απαλλαγεί από τον όρκο του.
Ξεκάθαρες προθέσεις
Τον χειμώνα του 1451 ο Μωάμεθ άρχισε να ανεγείρει στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, σε έδαφος το οποίο τυπικά εξακολουθούσε να είναι βυζαντινό, το κάστρο Μπογάζ Κεσέν («ο κόφτης των Στενών» στα τουρκικά), το σημερινό Ρούμελη Χισάρ, ακριβώς απέναντι από το κάστρο Αναντολού Χισάρ.
Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι ο Μωάμεθ ετοιμαζόταν να εξουδετερώσει την Κωνσταντινούπολη, η οποία εξακολουθούσε να στέκεται σφήνα ανάμεσα στις ασιατικές και στις ευρωπαϊκές κτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το Μπογάζ Κεσέν ολοκληρώθηκε στα τέλη Αυγούστου του 1452 και ο Μωάμεθ, αφού το επιθεώρησε και έδωσε εντολή να βυθίζεται κάθε πλοίο το οποίο θα αρνιόταν να σταματήσει για έλεγχο, έφθασε ως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και μελέτησε τις οχυρώσεις επί τρεις ημέρες.
Οι προθέσεις του Μωάμεθ ήταν πλέον ξεκάθαρες. Αφού κατέλαβε τα απομεινάρια των βυζαντινών κτήσεων στον Εύξεινο Πόντο και στην Προποντίδα, άρχισε να ναυπηγεί έναν τρομερό στόλο, ο οποίος δεν υπήρχε ως τότε στις δυνάμεις του. Τον Μάρτιο του 1453 συγκεντρώθηκαν στην Καλλίπολη γύρω στα 150 πλήρως εξοπλισμένα πολεμικά πλοία, εκτός από τα καΐκια που χρησίμευαν για τη μεταφορά μηνυμάτων, με ναύαρχο τον βουλγαρικής καταγωγής εξωμότη Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου.
Παράλληλα στη Θράκη ο Μωάμεθ συγκέντρωνε τον στρατό του. Με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς, ο στρατός του Μωάμεθ θα πρέπει να έφθανε τις 100.000 άνδρες: 80.000 τακτικούς, με τα επίλεκτα συντάγματα των γενιτσάρων του, 20.000 ατάκτους και αρκετές χιλιάδες βοηθητικούς και μη μάχιμους για τις διάφορες δουλειές.
H μεγαλύτερη ωστόσο απειλή για τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ήταν τα κανόνια του τουρκικού πυροβολικού. Ο Μωάμεθ είχε προσλάβει τον Ουρβανό, ούγγρο μηχανικό ο οποίος είχε επιδιώξει προηγουμένως να προσφέρει τις γνώσεις του στον Κωνσταντίνο αλλά αυτός ούτε τα χρήματα που του είχε ζητήσει ο Ουρβανός διέθετε ούτε τα υλικά που χρειάζονταν για να κατασκευαστούν κανόνια. Ετσι ο Ουρβανός πήγε στον Μωάμεθ και του είπε ότι ήταν σε θέση να του φτιάξει ένα κανόνι που θα μπορούσε να γκρεμίσει ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας. Ο Μωάμεθ τον πήρε αμέσως στην υπηρεσία του, του έδωσε τέσσερις φορές περισσότερα χρήματα από όσα ζήτησε και τον έστρωσε στη δουλειά. Ο Ουρβανός κατασκεύασε πολλά κανόνια αλλά το αριστούργημά του ήταν ένα κανόνι που το πάχος του μπρούντζου του ήταν 20 εκατοστά, το μήκος της κάννης του οκτώ μέτρα και μπορούσε να εκτοξεύσει βλήμα βάρους περίπου 300 κιλών σε απόσταση 1.500 μέτρων.
Προετοιμασίες για την άμυνα
Ολα αυτά τα μάθαιναν φυσικά στην Κωνσταντινούπολη και ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να οργανώσει όσο μπορούσε καλύτερα την άμυνα της πόλης περιμένοντας τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί ο πάπας. Στο μεταξύ η Δύση είχε αλλάξει γνώμη για τον Μωάμεθ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1452 δεν δίστασε όχι μόνο να βυθίσει ένα ενετικό πλοίο που κατέπλεε από τον Εύξεινο Πόντο και δεν σταμάτησε για έλεγχο, αλλά αποκεφάλισε και όλο το πλήρωμά του και τον πλοίαρχό του τον θανάτωσε με ανασκολοπισμό. Ωστόσο η πολυπόθητη βοήθεια προς τους Βυζαντινούς καθυστερούσε.
Ως απόδειξη καλής θέλησης προς τους ρωμαιοκαθολικούς, στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 ο αυτοκράτορας οργάνωσε επιτέλους το περίφημο συλλείτουργο στην Αγία Σοφία, όπου μνημονεύτηκαν ο πάπας και ο απών πατριάρχης Μάμμας και αναγνώστηκαν οι όροι της συμφωνίας της Φλωρεντίας. H ένωση των δύο Εκκλησιών είχε τυπικά επιτευχθεί αλλά η βοήθεια από τη Δύση δεν ερχόταν.
Αν όμως οι κυβερνήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αγνοούσαν τις απελπισμένες εκκλήσεις των παγιδευμένων Βυζαντινών, υπήρξαν μερικοί εθελοντές που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα για τη σωτηρία των χριστιανών της Βασιλεύουσας. H ενετική παροικία της Κωνσταντινούπολης διέθεσε στον αυτοκράτορα όλους τους μάχιμους άνδρες της και όλα της τα πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στον Κεράτιο Κόλπο, τα οποία μετατράπηκαν σε πολεμικά. Επίσης διάφοροι θαρραλέοι Γενουάτες τέθηκαν υπό τις διαταγές του Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο, διάσημου υπερασπιστή οχυρωμένων πόλεων, ο οποίος κατέφθασε τον Ιανουάριο του 1453 στην Πόλη φέρνοντας μαζί του 700 καλά εξοπλισμένους στρατιώτες. Επιπλέον υπήρχαν και μερικοί Ισπανοί και Κρητικοί. Ακόμη και ο πρίγκιπας Ορχάν αποφάσισε να πολεμήσει εναντίον τον ομοφύλων του προσφέροντας στον αυτοκράτορα τη δύναμη της προσωπικής του φρουράς και μερικούς μισθοφόρους.
Συνολικά η δύναμη των υπερασπιστών της Πόλης δεν ξεπερνούσε τους 7.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 5.000 ήταν Βυζαντινοί και οι άλλες 2.000 διάφοροι αλλοεθνείς εθελοντές. Αλλά η πραγματική άμυνα βασιζόταν στα πανίσχυρα τείχη της πόλης, τα οποία είχαν στο μεταξύ επισκευαστεί, η τάφρος γύρω από το χερσαίο μέρος είχε καθαριστεί και ο Κεράτιος Κόλπος είχε κλείσει με την αλυσίδα του.
H πολιορκία αρχίζει
Τον Μάρτιο του 1453 ο στρατός του Μωάμεθ άρχισε τμηματικά να συγκεντρώνεται έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού, πάνω σε ειδικά φτιαγμένο τροχοφόρο που το έσερναν 60 βόδια, έφθασε και αυτό. Ο Μωάμεθ εμφανίστηκε στις 5 Απριλίου επικεφαλής των 12.000 επιλέκτων γενιτσάρων του και έστησε τη χρυσοκόκκινη σκηνή του στην Κοιλάδα του Λύκου, μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Στο μεταξύ ο τουρκικός στόλος, αφού κατέλαβε τα Πριγκιποννήσια, περιπολούσε τις ακτές της Προποντίδας ώστε να μην μπορεί να πλησιάσει κανένα σκάφος για ανεφοδιασμό της Πόλης.
Στις 6 Απριλίου ο Μωάμεθ, τηρώντας το ισλαμικό τυπικό, έστειλε στην Πόλη μήνυμα λέγοντας ότι αν του παραδινόταν δεν θα πείραζε τους πολίτες της ενώ σε αντίθετη περίπτωση δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο. H απάντηση ήταν αρνητική και η επίθεση των Τούρκων άρχισε αμέσως.
Τα κανόνια του Ουρβανού προξένησαν σοβαρές ζημιές στα τείχη κοντά στη Χαρίσια πύλη, αλλά τη νύχτα οι πολιορκημένοι μπόρεσαν να τα επισκευάσουν ικανοποιητικά.
Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση κάθε μέρα γκρεμίζοντας μεγάλα τμήματα του εξωτερικού τείχους, που οι πολιορκούμενοι τη νύχτα τα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν. Εξαλλος ο Μωάμεθ διέταξε τον Ουρβανό να φτιάξει αποτελεσματικότερα κανόνια.
Στόλος μπουνταλάδων
Στο μεταξύ στην Πόλη οι προμήθειες όλο και λιγόστευαν. Το πρωί της Παρασκευής 20 Απριλίου οι σκοποί πάνω στα τείχη προς τη θάλασσα είδαν με αγαλλίαση να πλησιάζουν προς την Προποντίδα τρεις γενοβέζικες γαλέρες που είχε μισθώσει ο πάπας φορτωμένες με όπλα και προμήθειες και ένα μεγάλο βυζαντινό μεταγωγικό με κυβερνήτη τον Φλαντανελά, που είχε σταλεί στη Σικελία για να αγοράσει σιτάρι. Τα πλοία ωστόσο τα είδαν και οι Τούρκοι και αμέσως ο στόλος του Μπαλτόγλου κινήθηκε εναντίον τους.
H ναυμαχία ήταν σίγουρα άνιση. Αλλά οι Γενουάτες και οι Ελληνες ήταν καλύτεροι ναυτικοί από τους Τούρκους και τα πλοία τους πολύ περισσότερο ευέλικτα. Τα τουρκικά πλοία συγκρούονταν μεταξύ τους σπάζοντας τα κουπιά τους. Τελικά, μόλις έπεσε το σούρουπο, τα τέσσερα σωτήρια πλοία γλίστρησαν μέσα στην ασφάλεια του Κερατίου Κόλπου.
Ηταν μια μεγάλη και εμψυχωτική νίκη. Παρά τις απώλειές τους σε έμψυχο υλικό, τα τέσσερα πλοία, εκτός από τις προμήθειες, πρόσθεσαν και μερικούς άνδρες στους υπερασπιστές της Πόλης.
Ο Μωάμεθ όμως εξοργίστηκε πολύ με το πάθημα του στόλου του. Ο άμοιρος Μπαλτόγλου μόλις που γλίτωσε το κεφάλι του, έχασε όμως όχι μόνο τον τίτλο του ναυάρχου αλλά και όλη του την περιουσία.
Πλοία στη στεριά
H αποτυχία αυτή έκανε τον Μωάμεθ να αναζητήσει τρόπο για να εισχωρήσει στον Κεράτιο Κόλπο. Και αφού δεν μπορούσε να σπάσει το φράγμα, ακολούθησε τη συμβουλή ενός ιταλού μηχανικού να μεταφέρει τα πλοία του από την ξηρά. Πράγμα που έκανε, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε τους Βυζαντινούς απασχολημένους με τους συνεχείς βομβαρδισμούς στα χερσαία τείχη της Πόλης. Οι χιλιάδες εργάτες που είχε στη διάθεσή του ο σουλτάνος κατασκεύασαν κιλλίβαντες οι οποίοι ποντίστηκαν στη θάλασσα από την πλευρά του Γαλατά, δέθηκαν πάνω τους τα πλοία και μετά τα τράβηξαν με τροχαλίες. Με τον τρόπο αυτόν γύρω στα 70 πλοία μεταφέρθηκαν μέσα στον Κεράτιο Κόλπο.
Στις 22 Απριλίου οι Βυζαντινοί βρέθηκαν προ τετελεσμένου γεγονότος. H απόπειρα του ηρωικού Ενετού Τζιάκομο Κόκο να πυρπολήσει τα τουρκικά πλοία απέτυχε. H εκδίωξη του τουρκικού στόλου από τον Κεράτιο ήταν πλέον αδύνατη.
Ωστόσο ο Μωάμεθ εξακολουθούσε να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο πεζικό του παρά στον στόλο του. Οι βομβαρδισμοί των τειχών εντάθηκαν ακόμη περισσότερο. Αλλά η Πόλη άντεχε και ο Σουλτάνος προβληματιζόταν. Ο χαλίφης Χαλίλ Τσανταρλί, τον οποίο ο Μωάμεθ είχε κρατήσει στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη παρ' όλο που δεν τον συμπαθούσε, πρότεινε να λύσουν την πολιορκία. Αλλά ο Μωάμεθ προτίμησε την πρόταση σέρβων μηχανικών που υπηρετούσαν στο στράτευμά του, να δοκιμάσουν να μπουν στην Πόλη σκάβοντας υπόγειες σήραγγες. Τότε άρχισε μια άλλου είδους μάχη: οι Τούρκοι έσκαβαν λαγούμια απ' έξω προς τα μέσα και οι υπερασπιστές της Πόλης τα εντόπιζαν και απέκρουαν τους επίδοξους εισβολείς.
Ο Μάιος μπήκε μουντός και βροχερός. H θλιβερή εικόνα της Πόλης γινόταν φρικιαστική με τις προειδοποιήσεις των καλογήρων που περιφέρονταν στους δρόμους φωνάζοντας ότι η καταστροφή επέρχεται εξαιτίας της Ενωσης. Τα παλιά πάθη αναζωπυρώθηκαν: οι Ενετοί μάλωναν με τους Γενουάτες, οι Ελληνες με τους Λατίνους, οι ενωτικοί με τους ανθενωτικούς. Και όλοι μαζί ήλπιζαν στο θαύμα.
Εάλω η Πόλις
Ο Μωάμεθ αποφάσισε να εξαπολύσει την τελική επίθεση στις 29 Μαΐου. Εξι ημέρες πριν, στις 23 Μαΐου, ο σουλτάνος είχε ζητήσει και πάλι από τον αυτοκράτορα να του παραδώσει την Πόλη και ο Κωνσταντίνος απάντησε με τα λόγια που έχει καταγράψει ο Φραντζής: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ' εμόν εστιν ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Το βράδυ της 28ης Μαΐου στην Αγία Σοφία ορθόδοξοι και καθολικοί ιερείς φόρεσαν τα επίσημα άμφιά τους και λειτούργησαν από κοινού μπροστά σε ένα ποίμνιο ενωμένο για πρώτη και τελευταία φορά.
H επίθεση άρχισε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Οι Τούρκοι βασίστηκαν στον όγκο των δυνάμεών τους. Οι λιγοστοί υπερασπιστές της πόλης ωστόσο συνέχιζαν να τους αποκρούουν, τόσο που μια κάποια ελπίδα έλαμψε για λίγο. Αλλά σε κάποια στιγμή ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και ζήτησε από τους άνδρες του να τον μεταφέρουν στο πλοίο του. H γραμμή της άμυνας έσπασε. Ο Κωνσταντίνος τον παρακάλεσε να μη φύγει, μα φαίνεται ότι αυτός την τελευταία στιγμή δείλιασε. Τότε ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας ξήλωσε από τη στολή του τα διακριτικά που μπορούσαν να προδώσουν το αξίωμά του και όρμησε προς τα τείχη. Δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.
Με το ξημέρωμα ο Μωάμεθ έριξε στη μάχη τους γενιτσάρους του. Τα κανόνια είχαν προξενήσει ένα μεγάλο άνοιγμα στα εξωτερικά τείχη και, όπως λέγεται, μέσα από την πόλη δεν είχαν κλείσει καλά μια μικρή και από χρόνια αχρησιμοποίητη πύλη, την Κερκόπορτα. Τα στίφη των Τούρκων εισόρμησαν και ξεχύθηκαν στα σπλάχνα της Βασιλεύουσας, η οποία παραδόθηκε σε αδυσώπητη λεηλασία, σφαγή και υποδούλωση. Εάλω η Πόλις!
Πηγή: pame.gr
Για την επιβίωσή της η Κωνσταντινούπολη πάλεψε θαρραλέα αλλά η μοίρα της είχε ήδη προδιαγραφεί 249 χρόνια πριν, όταν την είχαν κουρσέψει οι Σταυροφόροι και οι Ενετοί της χριστιανικής Δύσης (βλ. τεύχος 11, 4.5.03). Το βυζαντινό κράτος διασπάστηκε τότε σε τρία μέρη: στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ετσι, όταν το 1259 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου της Νικαίας, κατόρθωσε με τη βοήθεια των Γενουατών να διώξει τους Ενετούς από την Κωνσταντινούπολη και μετά από δύο χρόνια, το 1261, να στεφθεί ο ίδιος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ως Μιχαήλ H' ο Ελευθερωτής, η αυτοκρατορία ήταν πλέον διαμελισμένη και συρρικνωμένη και η Βασιλεύουσα λεηλατημένη και πάμπτωχη. Ο Μιχαήλ H', για να ανταμείψει τους Γενουάτες για τις υπηρεσίες τους, τους παραχώρησε τον Γαλατά. Οι ηγεμόνες της Ηπείρου και της Τραπεζούντας αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Μιχαήλ ως αυτοκράτορα.
Τα άλλοτε πλούσια βυζαντινά λιμάνια και αστικά κέντρα τα κατείχαν Φράγκοι, και στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι γίνονταν όλο και πιο απειλητικοί. Το εσωτερικό της αυτοκρατορίας σπαρασσόταν από εμφύλιες διαμάχες. H αδυναμία - και πολλές φορές η αμέλεια - των αυτοκρατόρων να προφυλάξουν τα ανατολικά σύνορα από την επέλαση των Οθωμανών στέρησε το Βυζάντιο από τους πλούσιους σιτοβολώνες της Μικράς Ασίας και από τη δυνατότητα στρατολόγησης ανδρών. Ετσι, ταλανισμένη από εμφυλίους πολέμους, από την πανώλη του 1347 που εξόντωσε πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού της, έχοντας χάσει όλες σχεδόν τις κτήσεις της (ακόμη και τη Θεσσαλονίκη), με μόνο το Δεσποτάτο του Μορέως να επιβιώνει και να ανθεί πνευματικά κα πολιτιστικά, και με τον κλοιό των Τούρκων να σφίγγει αδιάκοπα γύρω της, η Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 15ου αιώνα ήταν πλέον μια πόλη-κράτος και όχι πρωτεύουσα αυτοκρατορίας. H μοναδική ελπίδα της ήταν η Δύση.
Ενωτικοί και ανθενωτικοί
H Δύση ωστόσο, με επικεφαλής τον πάπα, για να προσφέρει βοήθεια απαιτούσε την ένωση των δύο Εκκλησιών, με τους δικούς της όρους φυσικά. Οι προσπάθειες για την ένωση της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είχαν ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μετά το Σχίσμα τού 1054. Πριν από την άλωση του 1204 είχαν γίνει γύρω στις τριάντα προσεγγίσεις και συμβούλια. Μετά το 1204 έγιναν τρεις ακόμη προσπάθειες προσέγγισης των δύο Εκκλησιών: H πρώτη επιβλήθηκε βίαια από τους φράγκους κατακτητές στους υπόδουλους Βυζαντινούς. H δεύτερη είχε τη μορφή περισσότερο πολιτικής παρά θρησκευτικής προσέγγισης Ανατολής - Δύσης με πρωτεργάτες τον αυτοκράτορα Μιχαήλ H' και τον πάπα Γρηγόριο I' (Σύνοδος της Λυών, 1274). Τέλος, η τρίτη ξεκίνησε στη Φεράρα το 1438 και ολοκληρώθηκε στη Φλωρεντία έναν χρόνο αργότερα με την υπογραφή της συμφωνίας της Ενωσης.
Ο απελπισμένος για βοήθεια αυτοκράτορας Ιωάννης H', μαζί με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ και μεγάλη αντιπροσωπεία κληρικών και διανοητών της Ορθοδοξίας, είχε φθάσει στη Φεράρα αποφασισμένος να κάνει οποιεσδήποτε παραχωρήσεις προκειμένου να του παρασχεθεί η πολυπόθητη στρατιωτική αρωγή ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή. Στο μεταξύ όμως ο Ιωσήφ πέθανε και έτσι το πρωτόκολλο της Ενωσης δεν έφερε την υπογραφή πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Τα υπόλοιπα μέλη της ορθόδοξης αντιπροσωπείας υπέγραψαν, εκτός από ένα, τον Μάρκο Ευγενικό, ο οποίος, ως επικεφαλής των ανθενωτικών, αντέκρουσε τα επιχειρήματα του επικεφαλής των ενωτικών Βησσαρίωνος, επισκόπου Νικαίας.
Ωστόσο, αν οι καιροί, σύμφωνα με την άποψη του αυτοκράτορα και των υψηλά ισταμένων κληρικών και πολιτικών, απαιτούσαν την ένωση των δύο Εκκλησιών, ο ορθόδοξος κλήρος στη συντριπτική πλειονότητά του και σύσσωμος ο λαός ήταν αντίθετοι με αυτήν. Οσοι τάχθηκαν υπέρ της Ενωσης αντιμετώπισαν τη λαϊκή οργή. Ο νέος πατριάρχης Γρηγόριος Μάμμας δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από το ποίμνιό του. Ο λαός θεωρούσε πνευματικό του ηγέτη τον Μάρκο Ευγενικό και μετά τον θάνατό του τον φιλόσοφο Γεώργιο Σχολάριο, ο οποίος, μολονότι στη Φλωρεντία είχε ταχθεί υπέρ της Ενωσης, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη άλλαξε γνώμη και μετανοημένος έγινε μοναχός με το όνομα Γεννάδιος και πύρινος υπερασπιστής της καθαρής πίστης.
alosi
Κληρονομιά ένα συλλείτουργο
Προτού κατορθώσει να διοργανώσει το συλλείτουργο ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών στον ναό της Αγίας Σοφίας, όπως προέβλεπε η Ενωση, ο Ιωάννης H' πέθανε άτεκνος στις 31 Οκτωβρίου του 1448. Αυτοκράτορας εξελέγη ο αδελφός του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Δεσπότης του Μορέως. H στέψη του Κωνσταντίνου IA' έγινε στον Μυστρά από τον τοπικό μητροπολίτη και όχι στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη. Ο λόγος ήταν ότι, αν η στέψη γινόταν από τον ενωτικό πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα - ο οποίος τελικά αυτοεξορίστηκε στη Ρώμη -, θα ήταν πρόκληση στο λαϊκό αίσθημα και θα μπορούσαν να ξεσπάσουν ταραχές.
Ο νέος αυτοκράτορας έφθασε στην πρωτεύουσά του στις 12 Μαρτίου 1449 και έγινε δεκτός με ειλικρινή αισθήματα αγάπης από τον λαό του. Ο Κωνσταντίνος χρειαζόταν αυτή την αγάπη γιατί ήλπιζε ότι θα τον βοηθούσε να πείσει κλήρο και λαό για την αναγκαιότητα της Ενωσης και ότι έτσι θα κατόρθωνε να φανεί συνεπής προς τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ο εκλιπών αδελφός του απέναντι στον πάπα της Ρώμης. H κληρονομιά του συλλείτουργου τον βάραινε. Γι' αυτό φρόντισε να πλαισιωθεί από ανθρώπους και των δύο τάσεων: Αρχιναύαρχο και Μέγα Δούκα όρισε τον Λουκά Νοταρά, ο οποίος ανήκε στους ανθενωτικούς και, μολονότι δεν ήταν ιδιαίτερα φανατικός, πίστευε, όπως λέγεται, ότι «κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν». Στρατοπεδάρχης έγινε ο Ιωάννης Καντακουζηνός, θερμός υποστηρικτής της Ενωσης. Ο Πρωτομάστωρ Δημήτριος Καντακουζηνός και ο Μέγας Λογοθέτης Μετοχίτης ήταν μάλλον ενάντιοι στην Ενωση αλλά θα συμφωνούσαν με ό,τι αποφάσιζε ο αυτοκράτορας. Το ίδιο και ο πιστός του φίλος και γραμματέας (και μετέπειτα ιστορικός της Αλωσης) Γεώργιος Φραντζής (ή Σφραντζής).
Σύντομη ειρήνη
Μόλις ανέλαβε τα καινούργια του καθήκοντα ο Κωνσταντίνος φρόντισε να στείλει πρεσβευτές στον σουλτάνο Μουράτ B' και να ζητήσει συνθήκη ειρήνης. Ο Μουράτ αναγνώρισε τον νέο αυτοκράτορα και συμφώνησε για την ειρήνη.
Δύο χρόνια αργότερα ο Μουράτ πέθανε, και στον θρόνο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανέβηκε ο 19χρονος γιος του Μωάμεθ B', ο οποίος έσπευσε να διαβεβαιώσει τους ηγεμόνες της Δύσης για τις ειρηνικές του προθέσεις. Ο νέος σουλτάνος μάλιστα ορκίστηκε στο Κοράνι ότι θα σεβόταν την ακεραιότητα της βυζαντινής επικράτειας και ανανέωσε την υποχρέωση του πατέρα του προς τον αυτοκράτορα να καταβάλλει κάθε χρόνο το ποσόν των 300.000 άσπρων από τις προσόδους των ελληνικών πόλεων της κοιλάδας του Στρυμόνα που ανήκαν νομικά στον πρίγκιπα Ορχάν, μακρινό εξάδελφο του Μωάμεθ και κατευθείαν απόγονο του ιδρυτή του οθωμανικού κράτους Οσμάν, άρα διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου, ο οποίος διατελούσε υπό τιμητική κράτηση στην Κωνσταντινούπολη.
H απειλή εναντίον της Κωνσταντινούπολης φάνηκε να απομακρύνεται. Ακόμη και ο πάπας θεώρησε εντελώς ακίνδυνο αυτό το παιδάριο. Οταν όμως ο Κωνσταντίνος έστειλε αντιπροσώπους του στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε της οθωμανικής επικράτειας, να ζητήσουν τα χρήματα του Ορχάν, λέγοντας μάλιστα ότι θα έπρεπε να γίνει και κάποια αύξηση στο ποσόν, ο Μωάμεθ θύμωσε και αντί άλλης απαντήσεως έδιωξε τους έλληνες κατοίκους από τις πόλεις της κοιλάδας του Στρυμόνα. H απαίτηση του αυτοκράτορα έδωσε στον Μωάμεθ την αφορμή που ζητούσε για να απαλλαγεί από τον όρκο του.
Ξεκάθαρες προθέσεις
Τον χειμώνα του 1451 ο Μωάμεθ άρχισε να ανεγείρει στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, σε έδαφος το οποίο τυπικά εξακολουθούσε να είναι βυζαντινό, το κάστρο Μπογάζ Κεσέν («ο κόφτης των Στενών» στα τουρκικά), το σημερινό Ρούμελη Χισάρ, ακριβώς απέναντι από το κάστρο Αναντολού Χισάρ.
Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι ο Μωάμεθ ετοιμαζόταν να εξουδετερώσει την Κωνσταντινούπολη, η οποία εξακολουθούσε να στέκεται σφήνα ανάμεσα στις ασιατικές και στις ευρωπαϊκές κτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το Μπογάζ Κεσέν ολοκληρώθηκε στα τέλη Αυγούστου του 1452 και ο Μωάμεθ, αφού το επιθεώρησε και έδωσε εντολή να βυθίζεται κάθε πλοίο το οποίο θα αρνιόταν να σταματήσει για έλεγχο, έφθασε ως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και μελέτησε τις οχυρώσεις επί τρεις ημέρες.
Οι προθέσεις του Μωάμεθ ήταν πλέον ξεκάθαρες. Αφού κατέλαβε τα απομεινάρια των βυζαντινών κτήσεων στον Εύξεινο Πόντο και στην Προποντίδα, άρχισε να ναυπηγεί έναν τρομερό στόλο, ο οποίος δεν υπήρχε ως τότε στις δυνάμεις του. Τον Μάρτιο του 1453 συγκεντρώθηκαν στην Καλλίπολη γύρω στα 150 πλήρως εξοπλισμένα πολεμικά πλοία, εκτός από τα καΐκια που χρησίμευαν για τη μεταφορά μηνυμάτων, με ναύαρχο τον βουλγαρικής καταγωγής εξωμότη Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου.
Παράλληλα στη Θράκη ο Μωάμεθ συγκέντρωνε τον στρατό του. Με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς, ο στρατός του Μωάμεθ θα πρέπει να έφθανε τις 100.000 άνδρες: 80.000 τακτικούς, με τα επίλεκτα συντάγματα των γενιτσάρων του, 20.000 ατάκτους και αρκετές χιλιάδες βοηθητικούς και μη μάχιμους για τις διάφορες δουλειές.
H μεγαλύτερη ωστόσο απειλή για τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ήταν τα κανόνια του τουρκικού πυροβολικού. Ο Μωάμεθ είχε προσλάβει τον Ουρβανό, ούγγρο μηχανικό ο οποίος είχε επιδιώξει προηγουμένως να προσφέρει τις γνώσεις του στον Κωνσταντίνο αλλά αυτός ούτε τα χρήματα που του είχε ζητήσει ο Ουρβανός διέθετε ούτε τα υλικά που χρειάζονταν για να κατασκευαστούν κανόνια. Ετσι ο Ουρβανός πήγε στον Μωάμεθ και του είπε ότι ήταν σε θέση να του φτιάξει ένα κανόνι που θα μπορούσε να γκρεμίσει ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας. Ο Μωάμεθ τον πήρε αμέσως στην υπηρεσία του, του έδωσε τέσσερις φορές περισσότερα χρήματα από όσα ζήτησε και τον έστρωσε στη δουλειά. Ο Ουρβανός κατασκεύασε πολλά κανόνια αλλά το αριστούργημά του ήταν ένα κανόνι που το πάχος του μπρούντζου του ήταν 20 εκατοστά, το μήκος της κάννης του οκτώ μέτρα και μπορούσε να εκτοξεύσει βλήμα βάρους περίπου 300 κιλών σε απόσταση 1.500 μέτρων.
Προετοιμασίες για την άμυνα
Ολα αυτά τα μάθαιναν φυσικά στην Κωνσταντινούπολη και ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να οργανώσει όσο μπορούσε καλύτερα την άμυνα της πόλης περιμένοντας τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί ο πάπας. Στο μεταξύ η Δύση είχε αλλάξει γνώμη για τον Μωάμεθ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1452 δεν δίστασε όχι μόνο να βυθίσει ένα ενετικό πλοίο που κατέπλεε από τον Εύξεινο Πόντο και δεν σταμάτησε για έλεγχο, αλλά αποκεφάλισε και όλο το πλήρωμά του και τον πλοίαρχό του τον θανάτωσε με ανασκολοπισμό. Ωστόσο η πολυπόθητη βοήθεια προς τους Βυζαντινούς καθυστερούσε.
Ως απόδειξη καλής θέλησης προς τους ρωμαιοκαθολικούς, στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 ο αυτοκράτορας οργάνωσε επιτέλους το περίφημο συλλείτουργο στην Αγία Σοφία, όπου μνημονεύτηκαν ο πάπας και ο απών πατριάρχης Μάμμας και αναγνώστηκαν οι όροι της συμφωνίας της Φλωρεντίας. H ένωση των δύο Εκκλησιών είχε τυπικά επιτευχθεί αλλά η βοήθεια από τη Δύση δεν ερχόταν.
Αν όμως οι κυβερνήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αγνοούσαν τις απελπισμένες εκκλήσεις των παγιδευμένων Βυζαντινών, υπήρξαν μερικοί εθελοντές που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα για τη σωτηρία των χριστιανών της Βασιλεύουσας. H ενετική παροικία της Κωνσταντινούπολης διέθεσε στον αυτοκράτορα όλους τους μάχιμους άνδρες της και όλα της τα πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στον Κεράτιο Κόλπο, τα οποία μετατράπηκαν σε πολεμικά. Επίσης διάφοροι θαρραλέοι Γενουάτες τέθηκαν υπό τις διαταγές του Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο, διάσημου υπερασπιστή οχυρωμένων πόλεων, ο οποίος κατέφθασε τον Ιανουάριο του 1453 στην Πόλη φέρνοντας μαζί του 700 καλά εξοπλισμένους στρατιώτες. Επιπλέον υπήρχαν και μερικοί Ισπανοί και Κρητικοί. Ακόμη και ο πρίγκιπας Ορχάν αποφάσισε να πολεμήσει εναντίον τον ομοφύλων του προσφέροντας στον αυτοκράτορα τη δύναμη της προσωπικής του φρουράς και μερικούς μισθοφόρους.
Συνολικά η δύναμη των υπερασπιστών της Πόλης δεν ξεπερνούσε τους 7.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 5.000 ήταν Βυζαντινοί και οι άλλες 2.000 διάφοροι αλλοεθνείς εθελοντές. Αλλά η πραγματική άμυνα βασιζόταν στα πανίσχυρα τείχη της πόλης, τα οποία είχαν στο μεταξύ επισκευαστεί, η τάφρος γύρω από το χερσαίο μέρος είχε καθαριστεί και ο Κεράτιος Κόλπος είχε κλείσει με την αλυσίδα του.
H πολιορκία αρχίζει
Τον Μάρτιο του 1453 ο στρατός του Μωάμεθ άρχισε τμηματικά να συγκεντρώνεται έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού, πάνω σε ειδικά φτιαγμένο τροχοφόρο που το έσερναν 60 βόδια, έφθασε και αυτό. Ο Μωάμεθ εμφανίστηκε στις 5 Απριλίου επικεφαλής των 12.000 επιλέκτων γενιτσάρων του και έστησε τη χρυσοκόκκινη σκηνή του στην Κοιλάδα του Λύκου, μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Στο μεταξύ ο τουρκικός στόλος, αφού κατέλαβε τα Πριγκιποννήσια, περιπολούσε τις ακτές της Προποντίδας ώστε να μην μπορεί να πλησιάσει κανένα σκάφος για ανεφοδιασμό της Πόλης.
Στις 6 Απριλίου ο Μωάμεθ, τηρώντας το ισλαμικό τυπικό, έστειλε στην Πόλη μήνυμα λέγοντας ότι αν του παραδινόταν δεν θα πείραζε τους πολίτες της ενώ σε αντίθετη περίπτωση δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο. H απάντηση ήταν αρνητική και η επίθεση των Τούρκων άρχισε αμέσως.
Τα κανόνια του Ουρβανού προξένησαν σοβαρές ζημιές στα τείχη κοντά στη Χαρίσια πύλη, αλλά τη νύχτα οι πολιορκημένοι μπόρεσαν να τα επισκευάσουν ικανοποιητικά.
Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση κάθε μέρα γκρεμίζοντας μεγάλα τμήματα του εξωτερικού τείχους, που οι πολιορκούμενοι τη νύχτα τα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν. Εξαλλος ο Μωάμεθ διέταξε τον Ουρβανό να φτιάξει αποτελεσματικότερα κανόνια.
Στόλος μπουνταλάδων
Στο μεταξύ στην Πόλη οι προμήθειες όλο και λιγόστευαν. Το πρωί της Παρασκευής 20 Απριλίου οι σκοποί πάνω στα τείχη προς τη θάλασσα είδαν με αγαλλίαση να πλησιάζουν προς την Προποντίδα τρεις γενοβέζικες γαλέρες που είχε μισθώσει ο πάπας φορτωμένες με όπλα και προμήθειες και ένα μεγάλο βυζαντινό μεταγωγικό με κυβερνήτη τον Φλαντανελά, που είχε σταλεί στη Σικελία για να αγοράσει σιτάρι. Τα πλοία ωστόσο τα είδαν και οι Τούρκοι και αμέσως ο στόλος του Μπαλτόγλου κινήθηκε εναντίον τους.
H ναυμαχία ήταν σίγουρα άνιση. Αλλά οι Γενουάτες και οι Ελληνες ήταν καλύτεροι ναυτικοί από τους Τούρκους και τα πλοία τους πολύ περισσότερο ευέλικτα. Τα τουρκικά πλοία συγκρούονταν μεταξύ τους σπάζοντας τα κουπιά τους. Τελικά, μόλις έπεσε το σούρουπο, τα τέσσερα σωτήρια πλοία γλίστρησαν μέσα στην ασφάλεια του Κερατίου Κόλπου.
Ηταν μια μεγάλη και εμψυχωτική νίκη. Παρά τις απώλειές τους σε έμψυχο υλικό, τα τέσσερα πλοία, εκτός από τις προμήθειες, πρόσθεσαν και μερικούς άνδρες στους υπερασπιστές της Πόλης.
Ο Μωάμεθ όμως εξοργίστηκε πολύ με το πάθημα του στόλου του. Ο άμοιρος Μπαλτόγλου μόλις που γλίτωσε το κεφάλι του, έχασε όμως όχι μόνο τον τίτλο του ναυάρχου αλλά και όλη του την περιουσία.
Πλοία στη στεριά
H αποτυχία αυτή έκανε τον Μωάμεθ να αναζητήσει τρόπο για να εισχωρήσει στον Κεράτιο Κόλπο. Και αφού δεν μπορούσε να σπάσει το φράγμα, ακολούθησε τη συμβουλή ενός ιταλού μηχανικού να μεταφέρει τα πλοία του από την ξηρά. Πράγμα που έκανε, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε τους Βυζαντινούς απασχολημένους με τους συνεχείς βομβαρδισμούς στα χερσαία τείχη της Πόλης. Οι χιλιάδες εργάτες που είχε στη διάθεσή του ο σουλτάνος κατασκεύασαν κιλλίβαντες οι οποίοι ποντίστηκαν στη θάλασσα από την πλευρά του Γαλατά, δέθηκαν πάνω τους τα πλοία και μετά τα τράβηξαν με τροχαλίες. Με τον τρόπο αυτόν γύρω στα 70 πλοία μεταφέρθηκαν μέσα στον Κεράτιο Κόλπο.
Στις 22 Απριλίου οι Βυζαντινοί βρέθηκαν προ τετελεσμένου γεγονότος. H απόπειρα του ηρωικού Ενετού Τζιάκομο Κόκο να πυρπολήσει τα τουρκικά πλοία απέτυχε. H εκδίωξη του τουρκικού στόλου από τον Κεράτιο ήταν πλέον αδύνατη.
Ωστόσο ο Μωάμεθ εξακολουθούσε να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο πεζικό του παρά στον στόλο του. Οι βομβαρδισμοί των τειχών εντάθηκαν ακόμη περισσότερο. Αλλά η Πόλη άντεχε και ο Σουλτάνος προβληματιζόταν. Ο χαλίφης Χαλίλ Τσανταρλί, τον οποίο ο Μωάμεθ είχε κρατήσει στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη παρ' όλο που δεν τον συμπαθούσε, πρότεινε να λύσουν την πολιορκία. Αλλά ο Μωάμεθ προτίμησε την πρόταση σέρβων μηχανικών που υπηρετούσαν στο στράτευμά του, να δοκιμάσουν να μπουν στην Πόλη σκάβοντας υπόγειες σήραγγες. Τότε άρχισε μια άλλου είδους μάχη: οι Τούρκοι έσκαβαν λαγούμια απ' έξω προς τα μέσα και οι υπερασπιστές της Πόλης τα εντόπιζαν και απέκρουαν τους επίδοξους εισβολείς.
Ο Μάιος μπήκε μουντός και βροχερός. H θλιβερή εικόνα της Πόλης γινόταν φρικιαστική με τις προειδοποιήσεις των καλογήρων που περιφέρονταν στους δρόμους φωνάζοντας ότι η καταστροφή επέρχεται εξαιτίας της Ενωσης. Τα παλιά πάθη αναζωπυρώθηκαν: οι Ενετοί μάλωναν με τους Γενουάτες, οι Ελληνες με τους Λατίνους, οι ενωτικοί με τους ανθενωτικούς. Και όλοι μαζί ήλπιζαν στο θαύμα.
Εάλω η Πόλις
Ο Μωάμεθ αποφάσισε να εξαπολύσει την τελική επίθεση στις 29 Μαΐου. Εξι ημέρες πριν, στις 23 Μαΐου, ο σουλτάνος είχε ζητήσει και πάλι από τον αυτοκράτορα να του παραδώσει την Πόλη και ο Κωνσταντίνος απάντησε με τα λόγια που έχει καταγράψει ο Φραντζής: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ' εμόν εστιν ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Το βράδυ της 28ης Μαΐου στην Αγία Σοφία ορθόδοξοι και καθολικοί ιερείς φόρεσαν τα επίσημα άμφιά τους και λειτούργησαν από κοινού μπροστά σε ένα ποίμνιο ενωμένο για πρώτη και τελευταία φορά.
H επίθεση άρχισε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Οι Τούρκοι βασίστηκαν στον όγκο των δυνάμεών τους. Οι λιγοστοί υπερασπιστές της πόλης ωστόσο συνέχιζαν να τους αποκρούουν, τόσο που μια κάποια ελπίδα έλαμψε για λίγο. Αλλά σε κάποια στιγμή ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και ζήτησε από τους άνδρες του να τον μεταφέρουν στο πλοίο του. H γραμμή της άμυνας έσπασε. Ο Κωνσταντίνος τον παρακάλεσε να μη φύγει, μα φαίνεται ότι αυτός την τελευταία στιγμή δείλιασε. Τότε ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας ξήλωσε από τη στολή του τα διακριτικά που μπορούσαν να προδώσουν το αξίωμά του και όρμησε προς τα τείχη. Δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.
Με το ξημέρωμα ο Μωάμεθ έριξε στη μάχη τους γενιτσάρους του. Τα κανόνια είχαν προξενήσει ένα μεγάλο άνοιγμα στα εξωτερικά τείχη και, όπως λέγεται, μέσα από την πόλη δεν είχαν κλείσει καλά μια μικρή και από χρόνια αχρησιμοποίητη πύλη, την Κερκόπορτα. Τα στίφη των Τούρκων εισόρμησαν και ξεχύθηκαν στα σπλάχνα της Βασιλεύουσας, η οποία παραδόθηκε σε αδυσώπητη λεηλασία, σφαγή και υποδούλωση. Εάλω η Πόλις!
Πηγή: pame.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου