Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της κακής διάθεσης και της πάθησης
Πότε έπαψε η κατάθλιψη να είναι μια συναισθηματική εκδήλωση κι έγινε πνευματική ασθένεια; Μπορούν οι ψυχίατροι να τραβήξουν τη διαχωριστική γραμμή στο ποια είναι η υγιής και ποια η άρρωστη διάθεση και αν ναι, πού βρίσκεται η γραμμή αυτή;
Μια σημαντική καινούργια μελέτη δίνει απάντηση για το πότε η κατάθλιψη γίνεται διαταραχή. Οι συγγραφείς της έρευνας Jerome Wakefield και Mark Schmitz στη Νέα Υόρκη χρησιμοποίησαν την έρευνα Epidemiologic Catchment Area Study, του 1980-1985 σε περίπου 20.000 ενηλίκους Αμερικανούς. Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν δυο φορές με διαφορά ενός έτους. Σε κάθε περίπτωση, τους έγιναν ερωτήσεις για τη διάθεσή τους, τα συναισθήματά τους και τα συμπτώματα πνευματικής υγείας.
Κάποιοι άνθρωποι ανέφεραν ιστορικό κατάθλιψης στην πρώτη τους επίσκεψη. Οι Wakefield και Schmitz θέλησαν να βρουν έναν τρόπο να προβλέψουν ποιοι από αυτούς τους ανθρώπους είχαν περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουν με κατάθλιψη στην εποχή της δεύτερης συνέντευξης, δηλαδή ένα χρόνο μετά, κάτι που συμβολίζει το ρυθμό επανεμφάνισης της ασθένειας. Για να το κάνουν αυτό εξέτασαν τη συγκεκριμένη δομή των συμπτωμάτων που περιέγραψαν οι συμμετέχοντες στην πρώτη τους επίσκεψη.
Αποδείχθηκε ότι υπήρχε ένας σημαντικός παράγοντας πρόβλεψης της επανεμφάνισης, τον οποίο οι ερευνητές αποκάλεσαν «περίπλοκη» κατάθλιψη. Οι άνθρωποι με ιστορικό «περίπλοκης» κατάθλιψης είχαν 15% πιθανότητα να παρουσιάσουν κατάθλιψη και στο ερχόμενο διάστημα. Ωστόσο, μόνο το 3,4% αυτών που είχαν «μη περίπλοκα» συμπτώματα ήταν καταθλιπτικοί ένα χρόνο αργότερα. Με δεδομένο ότι το 1,7% των ανθρώπων χωρίς ιστορικό κατάθλιψης είχαν νοσήσει στη δεύτερη φάση, προέκυψε το συμπέρασμα ότι η «μη περίπλοκη» κατάθλιψη δεν επανεμφανιζόταν σχεδόν ποτέ.
Τι είναι όμως ακριβώς η «περίπλοκη» κατάθλιψη; Τα κριτήρια για να τη χαρακτηρίσει κανείς είναι επεισόδια κατάθλιψης που κρατούν παραπάνω από δυο μήνες και που δεν περιλαμβάνουν αυτοκτονικές τάσεις, ψυχωτικά συμπτώματα, ψυχοκινητική καθυστέρηση ή συναισθήματα ανικανότητας. Αν υπήρχε έστω κι ένα από αυτά τα συμπτώματα ή αν η δυσάρεστη διάθεση διαρκούσε πάνω από οκτώ εβδομάδες χαρακτηριζόταν ως «περίπλοκη».
Πλέον, η έννοια ενός περιστατικού «περίπλοκης» διάθεσης είναι αρκετά παλιά στην ψυχιατρική, αλλά αρχικά προοριζόταν μόνο για να εξηγήσει το πένθος. Μια «μη περίπλοκη» εκδήλωση πένθους κι απώλειας θεωρούνταν φυσιολογική αντίδραση απέναντι στο θάνατο κάποιου αγαπημένου. Μόνο αν η θλίψη χαρακτηριζόταν από ορισμένα συμπτώματα θεωρούνταν «περίπλοκη» κατάθλιψη.
Σύμφωνα με τους Wakefield και Schmitz, αυτή η διάκριση μεταξύ «περίπλοκης» και «μη περίπλοκης» κατάθλιψης είναι τόσο σημαντική που μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις πιθανές περιπτώσεις κατάθλιψης, κι όχι απλώς σε αυτές του πένθους. Το θέμα είναι ότι επεισόδια άσχημης διάθεσης, που κρατούν λιγότερο από δυο μήνες και που δεν έχουν κάποια συγκεκριμένα συμπτώματα, δεν είναι παθολογικά με την έννοια ότι δεν μπορούν να προβλέψουν μελλοντικές ασθένειες.
Πότε έπαψε η κατάθλιψη να είναι μια συναισθηματική εκδήλωση κι έγινε πνευματική ασθένεια; Μπορούν οι ψυχίατροι να τραβήξουν τη διαχωριστική γραμμή στο ποια είναι η υγιής και ποια η άρρωστη διάθεση και αν ναι, πού βρίσκεται η γραμμή αυτή;
Μια σημαντική καινούργια μελέτη δίνει απάντηση για το πότε η κατάθλιψη γίνεται διαταραχή. Οι συγγραφείς της έρευνας Jerome Wakefield και Mark Schmitz στη Νέα Υόρκη χρησιμοποίησαν την έρευνα Epidemiologic Catchment Area Study, του 1980-1985 σε περίπου 20.000 ενηλίκους Αμερικανούς. Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν δυο φορές με διαφορά ενός έτους. Σε κάθε περίπτωση, τους έγιναν ερωτήσεις για τη διάθεσή τους, τα συναισθήματά τους και τα συμπτώματα πνευματικής υγείας.
Κάποιοι άνθρωποι ανέφεραν ιστορικό κατάθλιψης στην πρώτη τους επίσκεψη. Οι Wakefield και Schmitz θέλησαν να βρουν έναν τρόπο να προβλέψουν ποιοι από αυτούς τους ανθρώπους είχαν περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουν με κατάθλιψη στην εποχή της δεύτερης συνέντευξης, δηλαδή ένα χρόνο μετά, κάτι που συμβολίζει το ρυθμό επανεμφάνισης της ασθένειας. Για να το κάνουν αυτό εξέτασαν τη συγκεκριμένη δομή των συμπτωμάτων που περιέγραψαν οι συμμετέχοντες στην πρώτη τους επίσκεψη.
Αποδείχθηκε ότι υπήρχε ένας σημαντικός παράγοντας πρόβλεψης της επανεμφάνισης, τον οποίο οι ερευνητές αποκάλεσαν «περίπλοκη» κατάθλιψη. Οι άνθρωποι με ιστορικό «περίπλοκης» κατάθλιψης είχαν 15% πιθανότητα να παρουσιάσουν κατάθλιψη και στο ερχόμενο διάστημα. Ωστόσο, μόνο το 3,4% αυτών που είχαν «μη περίπλοκα» συμπτώματα ήταν καταθλιπτικοί ένα χρόνο αργότερα. Με δεδομένο ότι το 1,7% των ανθρώπων χωρίς ιστορικό κατάθλιψης είχαν νοσήσει στη δεύτερη φάση, προέκυψε το συμπέρασμα ότι η «μη περίπλοκη» κατάθλιψη δεν επανεμφανιζόταν σχεδόν ποτέ.
Τι είναι όμως ακριβώς η «περίπλοκη» κατάθλιψη; Τα κριτήρια για να τη χαρακτηρίσει κανείς είναι επεισόδια κατάθλιψης που κρατούν παραπάνω από δυο μήνες και που δεν περιλαμβάνουν αυτοκτονικές τάσεις, ψυχωτικά συμπτώματα, ψυχοκινητική καθυστέρηση ή συναισθήματα ανικανότητας. Αν υπήρχε έστω κι ένα από αυτά τα συμπτώματα ή αν η δυσάρεστη διάθεση διαρκούσε πάνω από οκτώ εβδομάδες χαρακτηριζόταν ως «περίπλοκη».
Πλέον, η έννοια ενός περιστατικού «περίπλοκης» διάθεσης είναι αρκετά παλιά στην ψυχιατρική, αλλά αρχικά προοριζόταν μόνο για να εξηγήσει το πένθος. Μια «μη περίπλοκη» εκδήλωση πένθους κι απώλειας θεωρούνταν φυσιολογική αντίδραση απέναντι στο θάνατο κάποιου αγαπημένου. Μόνο αν η θλίψη χαρακτηριζόταν από ορισμένα συμπτώματα θεωρούνταν «περίπλοκη» κατάθλιψη.
Σύμφωνα με τους Wakefield και Schmitz, αυτή η διάκριση μεταξύ «περίπλοκης» και «μη περίπλοκης» κατάθλιψης είναι τόσο σημαντική που μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις πιθανές περιπτώσεις κατάθλιψης, κι όχι απλώς σε αυτές του πένθους. Το θέμα είναι ότι επεισόδια άσχημης διάθεσης, που κρατούν λιγότερο από δυο μήνες και που δεν έχουν κάποια συγκεκριμένα συμπτώματα, δεν είναι παθολογικά με την έννοια ότι δεν μπορούν να προβλέψουν μελλοντικές ασθένειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου